- μιόνιο
- τοφυσ. υποατομικό σωματίδιο παρόμοιο με το ηλεκτρόνιο αλλά 207 φορές βαρύτερο από αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιονικός — ή, ό [μιόνιο] φρ. «μιονικό άτομο» φυσ. άτομο, ένα από τα ηλεκτρόνια τού οποίου έχει αντικατασταθεί από ένα μιόνιο … Dictionary of Greek
αμοιβαιότητα — Αρχή της θεωρίας της σχετικότητας που αναφέρεται στη συμφωνία των παρατηρήσεων που γίνονται από διαφορετικά συστήματα αναφοράς. Η αρχή της α. των παρατηρήσεων αποκλείει τον ορισμό απόλυτης κίνησης και ενός προτιμητέου συστήματος αναφοράς. Για… … Dictionary of Greek
μιόνιουμ — το φυσ. βραχύβιο σύστημα που αποτελείται από ένα θετικό μιόνιο και από ένα συνηθισμένο αρνητικό ηλεκτρόνιο … Dictionary of Greek
νετρίνο — Στοιχειώδες σωματίδιο με μηδενικό φορτίο και μάζα. Ανήκουν στην κατηγορία των λεπτονίων μαζί με το ηλεκτρόνιο, το μιόνιο, το σωματίδιο τ και αντισωμάτια αυτών. Τα ν. ανήκουν επίσης σε μια ευρύτερη ομάδα, αυτή των φερμιονίων τα οποία υπακούουν στη … Dictionary of Greek
εξωτικό άτομο — Ασταθές άτομο, στο οποίο ένα ηλεκτρόνιο έχει αντικατασταθεί τεχνητά από ένα άλλο, αρνητικά φορτισμένο σωμάτιο, όπως το μιόνιο, το πιόνιο ή το καόνιο. Το σωμάτιο, ύστερα από τη σύλληψή του, μεταπίπτει από τη μία κβαντισμένη τροχιά σε άλλη, πιο… … Dictionary of Greek
λεπτόνια — Ομάδα ελαφρών στοιχειωδών σωματιδίων υψηλών ενεργειών, των οποίων η μάζα κυμαίνεται μεταξύ 0 και 100 ΜeV (γενικότερα, τα στοιχειώδη σωμάτια χωρίζονται, ανάλογα με τη μάζα τους, σε τέσσερις κατηγορίες: στα φωτόνια, στα λ., στα μεσόνια και στα… … Dictionary of Greek
Μεσόνια— — Η ανακάλυψη του νετρονίου επέτρεψε να δοθεί μια πιο ικανοποιητική εικόνα του πυρήνα του ατόμου, στηρίζοντας την υπόθεση ότι αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια. Έμενε να διευκρινιστεί το πρόβλημα, το οποίο δεν έχει ακόμα τελείως λυθεί, των… … Dictionary of Greek